- βαθύνει
- βαθύ̱νει , βαθύνωdeepenaor subj act 3rd sg (epic)βαθύ̱νει , βαθύνωdeepenpres ind mp 2nd sgβαθύ̱νει , βαθύνωdeepenpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βαθυνεῖ — βαθύνω deepen fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) βαθύνω deepen fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίτωση — Το σύνολο των μεταβολών του πυρήνα και του κυτταροπλάσματος, που προηγούνται και συνοδεύουν τη διαίρεση του κυττάρου· συνώνυμος, και πολύ χρησιμοποιούμενος, είναι ο όρος καρυοκινησία. Το πρώτο μορφολογικό συμβάν, που παρατηρείται στον πυρήνα του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek
βαθύνω — υνα 1. κάνω κάτι βαθύ, βαθουλώνω: Βάθυνα το λάκκο, για να πιάσει το δέντρο. 2. γίνομαι βαθύς: Βάθυνε πολύ η θάλασσα σ’ αυτήν την παραλία. 3. κάνω πιο σκούρο ένα ανοιχτό χρώμα: Πρέπει να βαθύνει το πράσινο για να ταιριάζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)